- επικάρσιος
- ἐπικάρσιος, -α, -ον και -ος, ον (Α)1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη3. (για ύφασμα) αυτός που έχει ραβδώσεις, ο ραβδωτός4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπικάρσιαπλάγια μέρη που σχηματίζουν γωνία με άλλα που λαμβάνονται ως όρθια («τριήρεας τοῡ μὲν Πόντου έπικαρσίας, τοῡ δέ Ἑλλησπόντου κατά ῥόον», Ηρόδ.)5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) έπικάρσιαπλάγια, λοξά («ἐπικάρσια δὴ προσπεσοῡμαι», Κωμ. Αδέσπ.).επίρρ...ἐπικαρσίως (Α)εγκαρσίως, πλαγίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάρσιος (πρβλ. Ησύχ. «κάρσιονπλάγιον») < επίθετο *επίκαρτος, με συριστικοποίηση τού -τ- και μετασχηματισμό κατά τα ονόμ. σε -ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροτος). Η λ. ἐπικάρσιος συνδέεται επίσης με τα ρ. κείρω, επικείρω «κόβω», όπως επίσης και με λιθ. skeřsas «πλάγιος λοξός», αρχ. πρωσ. kirscha «από πάνω», ρωσ. čerez «μέσω», που ανήκουν στη λεξιλογική ομάδα τής ΙΕ ρίζας *(s)qert- «κόβω», ενώ είναι λανθασμένη η σύνδεση με τη φράση επί καρσί (πληθ. τού επὶ κὰρ «πάνω στο κεφάλι»). Τέλος, ο τ. εγ-κάρσιος —με διαφορετικό πρόθημα— εμφανίζει το ίδιο δεύτερο συνθετικό με το επίθετο επικάρσιος, με το οποίο άλλωστε συνδέεται σημασιολογικά].
Dictionary of Greek. 2013.